οἴμωγμα

οἴμωγμα
οἴμ-ωγμα, ατος, τό,
A cry of lamentation, wail, A.Th.1028, al., E.Ba.1112, al.: pl., A.Ag.1346, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οίμωγμα — οἴμωγμα, τὸ (Α) [οιμώζω] θρηνητική κραυγή, θρήνος, οιμωγή («πίπτει πρὸς οὖδας μυρίοις οἰμώγμασι Πενθεύς», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • οἴμωγμα — cry of lamentation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰμωγμάτοιν — οἴμωγμα cry of lamentation neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰμωγμάτων — οἴμωγμα cry of lamentation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰμώγμασι — οἴμωγμα cry of lamentation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰμώγμασιν — οἴμωγμα cry of lamentation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύλαγμα — άγματος, και ὕλασμα, άσματος, τὸ, Α 1.το γάβγισμα τού σκυλιού, υλακή 2. στον πληθ. τὰ ὑλάγματα μτφ. αισχρά λόγια 3. φρ. «νήπια ὑλάγματα» μτφ. λόγια δηλωτικά οργής, θυμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω» με ουρανική εκφραστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”